κορύμβου

κορύμβου
κόρυμβος
uppermost point
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορυμβώδης — ες (Α κορυμβώδης, ῶδες) [κόρυμβος] (για άνθος) διατεταγμένος κατά κορύμβους νεοελλ. 1. (για φυτό) αυτός που έχει κορυμβώδη άνθη 2. (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν διάταξη κορύμβου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”